Μετάφραση από το λογοτεχνικό περιοδικό Nuit Blance https://nuitblanche.com/dossier/2014/04/les-vacheries-de-berenice
Είναι αδύνατο να φανταστεί κανείς τη λογοτεχνία του Κεμπέκ χωρίς την Μπερενίς Έινμπεργκ. Όπως η Φλορεντίν Λακάς, ο Ερβέ Ζοντουάν, η Αλμπερτίν, ο Τζακ Γουότερμαν και ο Μεσιέ Εμίλ, η ηρωίδα του πρώτου μυθιστορήματος του Ρεζάν Ντισάρμ έχει αφήσει το στίγμα της στο φαντασιακό. Από το Souffle de l’harmattan[1] μέχρι το Ciel de Bay City[2], ο απόηχος της μοναδικής, επαναστατικής φωνής της ακούγεται ακόμα.
Ο κόσμος έχει αλλάξει πολύ από τότε που κυκλοφόρησε η Καταποντισμένη των καταποντισμένων. Το 1966, η τηλεόραση του Radio-Canada μετέδωσε τα πρώτα έγχρωμα προγράμματά της. Το Μόντρεαλ εγκαινίασε το μετρό του. Ο Ρενέ Λεβέσκ επανεξελέγη με τη σημαία των Φιλελευθέρων. Ο Τρούμαν Καπότε δημοσίευσε το βιβλίο Εν ψυχρώ. Τα τραγούδια «La bohème», «California Dreamin’» και «Yellow Submarine» κυριάρχησαν στις πωλήσεις των δίσκων 45 στροφών. Ήταν πριν από τον Μάη του ’68. Ο Μπελμοντό έπαιζε τον κακοποιό σε ταινίες του Γκοντάρ και του ντε Μπροκά. Ο Ρομπέρ Σαρλμπουά ηχογραφούσε το Terre des bums. Η Μαρί-Κλερ Μπλε έπαιρνε το βραβείο Médicis. Αλλά για πολλούς αναγνώστες, το 1966 ήταν πάνω απ’ όλα η χρονιά που ένας 24χρονος από το Σεν-Φελίξ-ντε-Βαλουά εξέδωσε στο Παρίσι αυτό που έμελλε να γίνει ένα από τα πρώτα cult μυθιστορήματα της λογοτεχνίας του Κεμπέκ.
Ο Ντισάρμ έχει συχνά συγκριθεί με τον Τζ. Ντ. Σάλιντζερ και τον Τόμας Πίντσον. Όπως αυτοί, ο Ντισάρμ είναι ένας συγγραφέας-φάντασμα – αν όχι ένα «παιδόφασμα» [3]. Στα μάτια του, μόνο το έργο του ανήκει στη δημόσια σφαίρα. Ο ίδιος προτιμά να καλύπτει το πρόσωπό του με τη μεγαλύτερη δυνατή μυστικότητα. Και έτσι συμβαίνει εδώ και 40 χρόνια. Είναι αδύνατο να διαβάσει κανείς την Καταποντισμένη των καταποντισμένων το 2011 χωρίς να σκεφτεί αυτή την πρωτοφανή απομόνωση.
Ο παραλληλισμός με τον Σάλιντζερ υποδηλώνει κάτι άλλο εκτός από την ανωνυμία: την ιδέα ότι η Καταποντισμένη των καταποντισμένων θα μπορούσε να είναι ο δικός μας Φύλακας στη σίκαλη. Λίγα έργα της λογοτεχνίας του Κεμπέκ έχουν φτάσει σε τέτοιο επίπεδο. Λίγα έργα, για να πούμε την αλήθεια, έχουν τέτοια δύναμη να συγκινούν τις ψυχές των εφήβων. Τελικά, το να αποκαλέσει κανείς την Καταποντισμένη των καταποντισμένων «κλασικό» δεν σημαίνει πολλά. Είναι κάτι περισσότερο από αυτό. Το βιβλίο ανήκει σε μια εκλεκτή ομάδα επιδραστικών κειμένων, όπως τα Η ναυτία, Ο ξένος, Στο δρόμο και ο Λύκος της στέπας, τα οποία διακρίνονται πρωτίστως για τις πολλές απορρίψεις που κάνουν. Έτσι γεννιούνται οι αντικουλτούρες.
Εκείνη την εποχή, ο Μισέλ βαν Σεντέλ περιέγραψε την Καταποντισμένη των καταποντισμένων ως «το πρώτο μεγάλο μπαρόκ μυθιστόρημα του Κεμπέκ»1[4]. Η παρατήρηση αυτή παρέμεινε εξαιρετικά ακριβής. Με την ενέργεια και τη μανία του, η Καταποντισμένη των καταποντισμένων μεταδίδει την ίδια την υπερβολή της δεκαετίας του 1960: απόρριψη της εξουσίας, αντικομφορμισμός, εξερεύνηση της σεξουαλικότητας, επιθυμία για καταστροφή, βία… Ταυτόχρονα, η ευαισθησία που αναδύεται από αυτό το μυθιστόρημα υπερβαίνει τη δεκαετία του 1960. Απλά ανοίξτε το βιβλίο: «Όλα με καταπίνουν. Όταν κλείνω τα μάτια, καταποντίζομαι στα σπλάχνα μου, μέσα στα σπλάχνα μου είναι που νιώθω ασφυξία». Η μαγεία είχε αρχίσει αμέσως. Η Μπερενίς Έιμπεργκ είναι το κορίτσι της διπλανής πόρτας. Μιλάει για το σήμερα. Είναι εύκολο να την ακολουθήσεις από το Μόντρεαλ στην Καλιφόρνια, από τη Νέα Υόρκη στο Ισραήλ.
Δεν είναι ειρωνικό το γεγονός ότι το μυθιστόρημα του Ducharme –το πρώτο που εκδόθηκε, αλλά το δεύτερο που έγραψε, μετά το L’océantume– κέρδισε το Prix du Gouverneur Général στην κατηγορία «ποίηση και το δράμα»; Ομολογουμένως, από ορισμένες απόψεις αυτό το μυθιστόρημα δεν είναι και τόσο μυθιστορηματικό. Αλλά το να το καταστήσουμε έργο ποίησης ή δράματος είναι σαν να παραβλέπουμε τις αφηγηματικές ιδιότητες του εσωτερικού μονολόγου. Δείτε τον Οδυσσέα [του Τζόις] και το Belle du Seigneur [του Αλμπέρ Κοέν]. Ο μονόλογος της Μπερενίς δεν έχει τίποτα να ζηλέψει από εκείνον της Μόλι Μπλουμ ή της Αριάν ντ’ Ομπλ. Συναρπάζει, διασκεδάζει, προβληματίζει, προκαλεί και τρομάζει.
Οι αναγνώστες του εικοστού πρώτου αιώνα δεν θα προσβληθούν από ορισμένες πτυχές του βιβλίου που κάποτε ήταν αμφιλεγόμενες, όπως οι αιμομικτικές αναφορές ή οι αναφορές στην ομοφυλοφιλία. Τα χαρακτηριστικά που έκαναν το βιβλίο πρωτότυπο το 1966 μπορούν ακόμη να εκτιμηθούν: η πολυμάθεια, οι λεκτικές εφευρέσεις, ο ενθουσιασμός, ο χλευασμός, η νεανική φρεσκάδα αλλά και η απαισιοδοξία. Η κατάληξη του μυθιστορήματος (ας μην την αποκαλύψουμε) εξακολουθεί να μας εκπλήσσει. Η Μπερενίς, που παλεύει ενάντια σε αυτό που απειλεί να την καταπιεί, δηλαδή να την αλλοτριώσει, πρέπει με τη σειρά της να καταλήξει να το καταπιεί – ο τίτλος μας προειδοποίησε.
Το μυθιστόρημα του Ντισάρμ είναι επίσης ένα αριστούργημα της λογοτεχνίας με παιδικό αφηγητή. Μια ανήσυχη εποχή ανακαλύψεων και απογοητεύσεων, η παιδική ηλικία αποκαλύπτει την όψη της σκληρής αθωότητας, όπως στα Τρομερά παιδιά του Κοκτώ, Victor ou les enfants au pouvoir του Βιτράκ, Une saison dans la vie d’Emmanuel της Μαρί-Κλερ Μπλε και Το μεγάλο τετράδιο της Άγκοτα Κρίστοφ. «Αν δεν υπήρχαν παιδιά στη γη», γράφει ο Ντισάρμ στο οπισθόφυλλο [της γαλλικής έκδοσης], «δεν θα υπήρχε τίποτα όμορφο». Και έχει τον λόγο του.
Αμέτρητες ακαδημαϊκές εργασίες έχουν αφιερωθεί στον Ντισάρμ. Μαζί με τον Ζακ Φερόν και την Ανν Εμπέρ, είναι ένας από τους συγγραφείς του Κεμπέκ που έχουν μελετηθεί περισσότερο ανά τον κόσμο. Η προσέγγιση που επιλέχθηκε μπορεί να προκαλέσει έκπληξη. Για παράδειγµα, ένας ακαδηµαϊκός από το Τορόντο συνέκρινε το έργο του Ντισάρμ µε εκείνο του Σελίν[5]. Γιατί όχι; «Τι βλακείες…» Το Η καταποντισμένη των καταποντισμένων είναι γεμάτο χολή. Η μητέρα της Μπερενίς, με τα διαδοχικά παρατσούκλια «Ψοφόγατα» και «Ψωρόγατα», τα ξέρει όλα. Σπανίως, μέχρι την ταινία του Ξαβιέ Ντολάν[6], μια μητέρα έχει υποστεί τόσο μπούλινγκ.
Το Léolo, η ταινία του Ζαν-Κλοντ Λοζόν, ανέδειξε τη συναρπαστική δύναμη του βιβλίου του Ντισάρμ. Αυτό συνέβη το 1992. Το 2011, όποιος θέλει να διώξει τον ενήλικα μέσα του, όποιου «του μαύρισε η καρδιά», καλά θα κάνει να στραφεί στην Μπερενίς. Στην αδελφή ψυχή μας, στην αδελφή μας.
[1] Μυθιστόρημα του Μπάμπα Μουσταφά, που εκδόθηκε μετά θάνατον, το 2000.
[2] Μυθιστόρημα της Κατρίν Μαυρικακίς, που εκδόθηκε το 2008.
[3] Enfantôme στο πρωτότυπο. Tίτλος άλλου μυθιστορήματος του Ντισάρμ που κάνει λογοπαίγνιο με τις λέξεις enfant (παιδί) και fantôme (φάντασμα).
[4] Michel van Schendel, Ducharme l’inquiétant, « Conférences J. A. de Sève », Presses de l’Université de Montréal, Μόντρεαλ, 1967, p. 11.
[5] Marie-Hélène Larochelle, Poétique de l’invective romanesque. L’invectif chez Louis-Ferdinand Céline et Réjean Ducharme, XYZ, Μόντρεαλ, 2008.
[6] Xavier Dolan, J’ai tué ma mère (2009).
Filed under: Αναδημοσιεύσεις,Βιβλιοκριτικές | Leave a comment »